ΘΑ ΕΠΙΛΕΞΕΤΕ ΤΟ ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΔΥΟ ΘΕΜΑΤΑ
(Τα δύο θέματα δόθηκαν κατά το σχολικό έτος 2011-2012. Από το 2012-2013 δίδεται μόνον ένα θέμα, κατά την κρίση του διδάσκοντα)
ΘΕΜΑ 1ο
ΚΕΙΜΕΝΟ: «Το σπίτι του δασκάλου», Κ. Χατζόπουλου.
«Να μην είσαι για τίποτε! Να μην είσαι για τίποτε» γκρίνιαζε ο παππούς κάθε φορά που ο πατέρας γύριζε το μεσημέρι σπίτι δίχως να μπορέσει να εκτελέσει μιαν απόφαση, να εισπράξει ένα χρέος που είχε βγει πρωί για να το εισπράξει.
Ο πατέρας έσκυβε το κεφάλι και δεν μιλούσε . Έσκυβε το κεφάλι τόσο που τα μουστάκια του ‘γγίζανε το πιάτο εκεί που έτρωγε.
Ο παππούς δεν έπαυε να μουρμουρίζει, κι η μητέρα κοίταζε πότε τον πατέρα λυπημένα, πότε τον παππού παρακαλεστικά. Μα ο παππούς δεν έπαυε, κι ο πατέρας έσκυβε και δεν μιλούσε.
Το πράγμα κατάντησε τόσο συχνό , έγινε ταχτικό, σχεδόν καθημερινό στο σπίτι .Το στόμα του παππού συνήθισε να μουρμουρίζει , οι ώμοι το πατέρα μάζεψαν από το σκύψιμο, το πρόσωπό του πήρε όψη περσότερο κουτή παρά θλιμμένη.
Κι όμως τόσο κουτός δεν ήταν ο πατέρας .Μονάχα πως δεν ήταν καμωμένος για έμπορος, όπως το θέλησε η περίσταση να γίνει, όταν κατέβηκε στην πόλη και παντρεύτηκε με τη μητέρα. Πρωτύτερα ζούσε στο χωριό του απάνω στα βουνά, όπου οι άνθρωποι περνούν τα χρόνια τους παίζοντας χαρτιά, μιλώντας για πολιτικά και κλέβοντας ο ένας του άλλου την κατσίκα .Καμιά ανάγκη, φαίνεται, δε βιάζει εκεί κανέναν να έχει μια ξεχωριστή δουλειά. Τα μόνα γνώριμα έργα είναι του καταμετρητή, του εισπράκτορα, του πάρεδρου και του αστυνόμου. Απ’ όλα αυτά είχε περάσει και ο πατέρας στο χωριό του, μα κάτω στην πόλη που κατέβηκε, δε βρέθηκε εύκαιρη καμιά από αυτές τις θέσεις, κι ο πεθερός του ντρεπόταν από τον κόσμο να τον βλέπει να κάθεται άεργος και τον βίαζε να πιάσει κατιτί να κάνει. Κι ο πατέρας, το προχειρότερο που βρήκε ήταν το εμπόριο. Το άρχισε στο πόδι και στα χωρατά. Κι άξαφνα βρέθηκε χωμένος μέσα στα γεμάτα. Χωρίς να καταλάβει πώς, βρέθηκε μια στιγμή να έχει στο χέρι του όλο σχεδόν το γύρο της επαρχίας. Τα κάρα που δούλευαν από το σκάλωμα ως την πόλη δεν του ήταν πια αρκετά , κι έφερε τα δικά του κάρα, οι αποθήκες που ήταν για νοίκιασμα στην πόλη δεν του χωρούσαν πια το πράμα , και έχτισε δικές του, τα αγώγια που πλήρωνε για να ταξιδεύει εδώ και κει στοιχίζανε πολύ, ώστε πήρε δικό του αμάξι. Κάποιοι το βλέπαν πως παραξανοίχτηκε, και ταχτικά του το ψιθύριζε η μητέρα, μα ο πατέρας είχε πάρει φόρα πια και ήταν αδύνατο να σταματήσει. Σταμάτησε μόνο όταν ήρθαν ξαφνικά δύο δανειστές από το Τριέστι και κλείσαν τις αποθήκες με σφραγίδες, κατασχέσαν κάρα κι άλογα και πούλησαν το αμάξι. Ο παππούς πρόλαβε και έσωσε κάτι από την προίκα της μητέρας , και του πατέρα για να έχει πάλι μια δουλειά του αφήσανε να εισπράξει ό,τι είχαν παραιτήσει ανείσπραχτο οι δανειστές απ’ το Τριέστι.
Κι έτσι ο πατέρας βρέθηκε πάλι με δουλειά . Έστησε το γραφείο του σε μια κάμαρα στο σπίτι , έβαλε σε τάξη τα χαρτιά και συναλλάγματα κι άνοιξε πράξη με κλητήρες και δικηγόρους. Για να πληρώσει όμως αυτούς έπρεπε η μητέρα να γυρίζει με παντούφλες τρύπιες , και στο σπίτι να μην τρώμε κρέας κάθε μεσημέρι. Είναι αλήθεια πως ο πατέρας δεν αργούσε πολύ να πάρει τελεσίδικες αποφάσεις, και τα εκτελεστά είχαν γεμίσει το συρτάρι. [Μα μέναν πάντα κλειδωμένα στο συρτάρι ]. Κι όσα βγαίναν , ξαναγυρίζαν γλήγορα και κλειδωνότανε . Θα νόμιζε κανείς πως ο πατέρας λυπότανε να τα βγάλει από το συρτάρι, κι ο παππούς τον περγελούσε πως του βάλθηκε να κάνει συλλογή από εκτελεστά*. Η μητέρα όμως έριχνε το σφάλμα στην καλοσύνη του, στην αγαθή ψυχή που είχε ο πατέρας. Και τότε θύμωνε ο παππούς κι έμπηγε πάλι τη φωνή:
«Κουτός, χαμένος, ανίκανος για καθετί».
Ο πατέρας έσκυβε . Κι έπαιρνε κάθε πρωί κι ένα δικόγραφο στην τσέπη. Μα το μεσημέρι γύριζε πίσω, έλεγε, γιατί του έλειπε μια υπογραφή. Και την άλλη μέρα ξαναέφερνε και το άλλο. Αλλού βάζανε κάτι στο χέρι του κλητήρα, κι ο κλητήρας γύριζε πίσω το εκτελεστό, αλλού τον φοβέριζαν , κι ο κλητήρας φοβόταν κι έφευγε.
Ο πατέρας πήγαινε στον υπομοίραρχο για να ζητήσει χωροφύλακες να πάνε μαζί με τον κλητήρα. Ο υπομοίραρχος δεν τον δεχότανε φιλικά , έκανε τσιγάρο από την ταμπακιέρα που του άνοιγε ο πατέρας, δεν πρόσεχε ούτε το λαθραίο τσιγαρόχαρτο που είχε η ταμπακιέρα , μιλούσε μαζί του για τα νέα της αγοράς και τα πολιτικά , μα χωροφύλακες δεν του περισσεύανε ποτέ.
Ο πατέρας ένιωθε την αφορμή. Γύριζε σπίτι πότε σκυφτός και πότε πεισμωμένος. Κι όταν του ξαναγκρίνιαζε ο παππούς , τολμούσε και ψιθύριζε καμιά φορά :
«Σαν κι έχω το κόμμα να με υποστηρίξει».
Και τότε ήταν που θύμωνε διπλά ο παππούς . Το έπαιρνε σαν πείραγμα δικό του σαν υπαινιγμό για τη συνήθεια που είχε να είναι πάντα με το κόμμα που δεν ήταν στην αρχή.
«Μας θέλει ν’ αλλάξουμε κιόλα κορδέλα*!» φώναζε. Και πετούσε την πετσέτα.
Η μητέρα μαζευόταν φοβισμένη κι ο πατέρας δοκίμαζε κάτι να πει. Με ένα νόημα της μητέρας τον κρατούσε: Ο παππούς είχε και άλλη θυγατέρα παντρεμένη, που αφορμή ζητούσε να πάρει στο δικό της σπίτι τον παππού.
Πατέρας και μητέρα σκύβαν τα κεφάλια ως που ξεθύμωνε πάλι ο παππούς. Κι έτσι περνούσε η ζωή στενόχωρη στο σπίτι . Η μητέρα δεν είχε πια να δίνει έξοδα για νέες δίκες, και στο συρτάρι του πατέρα δεν μαζευόντανε νέα χαρτιά. Εκεί ήρθε ξαφνικά, ο πατέρας χαρούμενος μια μέρα και ψιθύρισε κάτι της μητέρας: Η μητέρα μέσα σε κείνα που της απομείναν είχε κι ένα μικρό σπιτάκι, μια κάμαρα όλο όλο με ένα κομμάτι αυλή. Από χρόνια το είχε νοικιασμένο ένας παπουτσής και κατοικούσε με τη φαμελιά του. Είχε έρθει από τα νησιά δάσκαλος του χορού μαζί και παπουτσής .Τα πρώτα χρόνια έμαθε κάποιους νέους χορό, έπειτα τον ξέχασε και ο ίδιος, και τώρα ζούσε μπαλώνοντας περσότερα παρά όσα έφτιανε παπούτσια. Όσο ο πατέρας ήταν στα καλά του , δεν του ζητούσαμε νοίκι ποτέ. Το έκλεινε η μάνα στα σιδερωτικά και στη μαστίχα το γλυκό που έστελνε και της έφτιαχνε η γυναίκα του. Έπειτα που έπεσε ο πατέρας , δοκίμασε να το κλείσει σε μπαλώματα και μετζοσόλες*. Μα ο δάσκαλος δούλευε ψεύτικα όσο δεν τον πλήρωναν μετρητά, κι η μητέρα άρχισε να στέλνει να ζητά το νοίκι της δασκάλας, αφού απελπίστηκε πως ο πατέρας θα το έπαιρνε από το δάσκαλο. Η δασκάλα έβγαινε στην πόρτα τριγυρισμένη από ένα πλήθος πόδια ξιπόλητα και αχτένιστα κεφάλια και μας έλεγε πως θα το φέρει μόνη της μητέρας. Έτσι είχαν μαζευτεί κάπου δύο χρόνων νοίκια και σημειωθήκανε και κείνα στα βιβλία του πατέρα.
Γι’ αυτό λοιπόν το σπίτι του δασκάλου, όπως το λέγαμε , βρέθηκε αγοραστής ανέλπιστα, κι ο πατέρας ήρθε στη μητέρα γελαστός εκείνη την ημέρα . Η μητέρα χρειαζόταν χρήματα κι αυτή κι έμεινε αμέσως σύμφωνη να πουληθεί το σπίτι του δασκάλου. Μα φαίνεται το άκουσε ο δάσκαλος , φοβέριξε πως δεν το αδειάζει, κι έτσι ο πατέρας ξαναήρθε βαρύς και σκοτεινός την άλλη μέρα. Ο αγοραστής του είπε πως το παίρνει μόνο αν του το δώσουν αδειανό. Και σαν δεν ήταν ο παππούς μπροστά , φώναξε ο πατέρας θυμωμένα:
«Θα του κάνω τα χαρτιά , να τον πετάξω έξω με το νόμο».
Κι ετοίμασε την αγωγή. Μα η μητέρα λυπόταν τη δασκάλα και το πλήθος τα παιδιά της και δεν ήθελε να υπογράψει. Μα πάλι στοχάστηκε ύστερα τα χρήματα που θα μετρούσε ο αγοραστής – χίλιες δραχμές και παραπάνω – κι αναγκάστηκε να στέρξει .Υπόγραψε , κι ο πατέρας πήγε στον πρόεδρο και πήρε την απόφαση . Την έφερε στο σπίτι σα νέο τρόπαιο , κι οι πλάτες του πήγαιναν πέρα δώθε από τη βία*, όταν ξανάφυγε με αυτή. Το απόγευμα ξεκίνησε με τον κλητήρα. Χωροφύλακες δεν του χρειαζόταν να ζητήσει. Πήρε μονάχα δυο αγόρια μαζί του και διάλεξε μιαν ώρα που έλειπε από το σπίτι ο δάσκαλος.
Προχωρήσαμε κι οι τέσσερες μαζί. Μπρος ο πατέρας κι ο κλητήρας πίσω εμείς τα δυο παιδιά . Άμα φτάσαμε , ο κλητήρας έδεσε στο μπράτσο μια κορδέλα μπλάβα και χτύπησε την πόρτα .Μα οι γειτόνοι , φαίνεται , μόλις μας είδαν το πρόφτασαν της δασκάλας , και κείνη κλείστηκε μέσα και σύρτωσε την πόρτα . Ο κλητήρας ξαναχτύπησε. Στο τρίτο χτύπημα έπεσε η πόρτα σωριασμένη χάμω στο όνομα του νόμου.
Η δασκάλα παρουσιάστηκε στη μέση από το σωρό τα’ αχτένιστα κεφάλια και μας κοίταζε χλωμή κι ασάλευτη . Δεν έκαμε ούτε κίνημα ν’ αντισταθεί. Βοήθησε μάλιστα και κουβαλήσαμε έξω το ξύλινο κρεβάτι , όπου κοιμόταν με το δάσκαλο , ένα κουτσό τραπέζι με μερικά σκαμνιά, και δύο τρία παλιά παπλώματα και στρώματα. Από τα στρώματα χυνόταν τα’ άχυρα καθώς τα φέρναμε έξω , και μέσα σε άλλα δυο τρία ξεκάρφωτα σεντούκια και καλάθια στοίβαξε η δασκάλα τα ρούχα των παιδιών μαζί με πιάτα , μπρίκια, καυκιά κι ό,τι άλλο είχαν .Τα κουβαλήσαμε και τα σωριάσαμε στο δρόμο . Απάνω στο σωρό καθίσαν τα ξιπόλητα παιδιά, άλλος σωρός αυτά, και γύρω μαζευτήκαν οι γειτόνοι και κοιτάζαν.
Ο πατέρας έκραξε αμέσως μαραγκό και ξαναέστησε την πόρτα . Την κλείδωσε έπειτα, και φύγαμε .
Ο αγοραστής περίμενε στο μαγαζί του άλλου δρόμου και πρόσταξε και φέρανε ρακιά , όταν ο πατέρας του έδωσε το κλειδί εμπρός στον κλητήρα.
Όπως γυρίζαμε ύστερα στο σπίτι , οι ώμοι του πατέρα κουνιόνταν στον αέρα σα φτερά . και το βράδυ στο τραπέζι τον είδαμε να κάθεται πρώτη φορά με σηκωμένο το μέτωπο και να τολμά να βλέπει τον παππού στα μάτια.
Εκτελεστά: οι δικαστικές αποφάσεις που πρέπει να εκτελεστούν.
Κορδέλα: κόμμα , παράταξη
Μετζοσόλα: μισή σόλα
Βία: βιασύνη
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
1α) Να περιγράψετε το χαρακτήρα του πατέρα. Πώς αλλάζει η συμπεριφορά του με την εξέλιξη της υπόθεσης; Ποια στερεοτυπική εικόνα υπηρετεί αυτή η αλλαγή;
(Μονάδες 25)
1β) Να σχολιάσετε τη στάση της συζύγου- μητέρας συγκρίνοντάς την με αντίστοιχες συμπεριφορές και καταστάσεις στη σύγχρονη εποχή.
(Μονάδες 25)
2α) Ποιος αφηγείται στο απόσπασμα [«Κουτός, χαμένος…βλέπει τον παππού στα μάτια]; Πώς θα αφηγούνταν το ίδιο απόσπασμα ο πατέρας;
(Μονάδες 25)
2β) Να παρουσιάσετε το περιεχόμενο του αποσπάσματος «Η μητέρα μαζευόταν φοβισμένη…η ζωή στενόχωρη στο σπίτι» όπως θα το κατέγραφε η μητέρα στο ημερολόγιό της.
(Μονάδες 25)
ΘΕΜΑ 2ο
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
1. «Το κρούσος της Αντριανόπολης»
Τ’ αηδόνια της Ανατολής και τα πουλιά της Δύσης
κλαίγουν αργά,κλαίγουν ταχιά,κλαίγουν το μεσημέρι,
κλαίγουν την Αντριανούπολη την πολυκρουσεμένη,
όπου τηνε κουρσέψανε τις τρεις γιορτές του χρόνου
του Χριστουγέννου για κηρί, και του Βαγιού τα βάγια,
και της Λαμπρής την Κυριακή για το Χριστός ανέστη.
2. «Η τρελή ροδιά» Οδ. Ελύτη (απόσπασμα)
Σ’ αυτές τις κάτασπρες αυλές όπου φυσά ο νοτιάς
Σφυρίζοντας σε θολωτές καμάρες, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που σκιρτάει στο φως σκορπίζοντας το καρποφόρο γέλιο της
Με ανέμου πείσματα και ψιθυρίσματα,πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που σπαρταράει με φυλλωσιές νιογέννητες τον όρθρο
Ανοίγοντας όλα τα χρώματα ψηλά με ρίγος θριάμβου;
Στη μέρα που απ’ τη ζήλια της στολίζεται μ’ εφτά λογιώ φτερά
Ζώνοντας τον αιώνιον ήλιο με χιλιάδες πρίσματα
Εκτυφλωτικά, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που αρπάει μια χαίτη μ’ εκατό βιτσιές στο τρέξιμό της
Ποτέ θλιμμένη και ποτέ γκρινιάρα, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που ξεφωνίζει την καινούρια ελπίδα που ανατέλλει;
3. «Τείχη» Κ.Π.Καβάφη
Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κι υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ,
Άλλο δεν σκέπτομαι, τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη
Διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
Α όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.
Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
1α) Να διακρίνετε τα παραπάνω ποιήματα σε παραδοσιακά και μοντέρνα με βάση τα χαρακτηριστικά της παραδοσιακής και μοντέρνας ποίησης.
(Μονάδες 30)
1β) Να κατατάξετε τα ποιήματα που σας δόθηκαν σε μια σειρά από το πιο παραδοσιακό ως το πιο υπερρεαλιστικό.
(Μονάδες 20)
2α) Να εντοπίσετε ποιητικά και πεζολογικά χαρακτηριστικά στα παραπάνω ποιήματα.
(Μονάδες 25)
2β) Να επισημάνετε τα λυρικά στοιχεία που υπάρχουν στα ποιήματα.
(Μονάδες 25)
Κωνσταντίνου Σοφία, Μιμίκου Πολυξένη, Φιλόλογοι 1ου ΓΕΛ Ορεστιάδας